εντοπιστικός

εντοπιστικός
-ή, -ό
που συντελεί στον εντοπισμό (βλ. λ.), που γίνεται για εντοπισμό: Εντοπιστικά μέτρα της επιδημίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εντοπιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εντόπιση, που έγινε ή γίνεται για εντοπισμό «εντοπιστικά μέτρα τής επιδημίας» επίρρ... εντοπιστικώς, ά με τρόπο που αναφέρεται στην εντόπιση ή σχετίζεται με τον εντοπισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”